W t f;

Μόλις είχα γυρίσει από την πλατεία του Δήμου, όπου διαμένω, όταν χτύπησε το τηλέφωνο.

Είχα πάει στην πλατεία πρωί πρωί γιατί κάποιοι παραγωγοί, αψηφώντας τον κίνδυνο να χαρακτηριστούν ρατσιστές,  μοίραζαν φθηνά τρόφιμα, μακαρόνια, ρύζια και λίγες πατάτες. Έδιναν και κεφαλοτύρια, αλλά δεν τα πρόλαβα. Ας είναι, τα μακαρόνια σκέτα, είναι πιο νόστιμα και πιο εύπεπτα.

Άφησα κάτω τις σακούλες κι έτρεξα να σηκώσω το τηλέφωνο.

-Εμπρός ανηψούδα μου, τι κάνεις; Ήταν η θεία μου η Βασίλω από το χωριό. Η φωνή της ακουγόταν χαρούμενη.

- Τι να κάνω θειά, όπως τα ξέρεις. Τα δικά σου νέα;

-Αχ! Αγγέλω μου σε πήρα για να σου πω ότι άκουσα χθες τον αφέντη. Είχε πάει στο σπίτι αυτουνού του ασπρομάλλη, που καρδιοκτύπησε προψές, μην τυχόν και είχε σκοτωθεί κανένας άνθρωπος. Σ΄αυτή την συμπλοκή, να δεις…..ξεκαθάρισμα το είπαν, ναι ξεκαθάρισμα. Είχαν τίποτις λερωμένο ωρέ ανηψούδα μου και έστειλαν αυτές τις σκιές για να το ξεκαθαρίσουν; Γιατί σκιές ήτανε παιδάκι μου, τώρα το έβλεπα που το έδειχνε αυτός ο αψηλός ο Νίκος, που στέκεται βρε παιδί μου σαν πρόεδρος και δείχνει, δείχνει τις σκιές, πέρα δώθε, πέρα δώθε και να εξηγά, έτσι έγινε, έτσι έκαναν, έτσι έτρεξαν. Όλα τα κατάλαβα Αγγέλω μου, αυτό που δεν κατάλαβα, είμαι βλέπεις και στου χουριό, είναι ότι αυτός και πολλοί άλλοι, κάμποσες μέρες πριν, έστεκαν έτσι σαν πρόεδροι, σαν ‘σαγγελάτοι και κατηγορούσαν και ρέκαζαν και κόρωναν. Τέλος πάντων δε σε πήρα γι΄αυτό. Ήθελα να σου πω για τον αφέντη.

(Εδώ θέλω να διευκρινίσω ότι η θειά μου η Βασίλω, όλους τους κυβερνώντες, πρωθυπουργούς, υπουργούς και δημαρχαίους τους λέει αφέντες. Έχει συνηθίσει από τότε στην Τουρκοκρατία, που διοικούσε  το χωριό ο Τούρκος Σούμπασης και τους είχε ξετινάξει στα χαράτσια. Η Τουρκοκρατία πέρασε, αλλά οι συνήθειες έμειναν, μαζί με τους Σουμπασαίους που άλλαξαν απλώς ονόματα)

-Που λες ανηψούδα μου πολύ το χάρηκα που ο αφέντης θα μας δώκει γάι φάι, όπως το είπε. Πήρα αμέσως τηλέφωνο τον ξάδερφό σου τον Μήτσο. Μόλις του είπα για το γάι φάι, αυτός θύμωσε. ‘’Τι λες ρε μάνα, ποιο γουάι φάι, εδώ ο κόσμος δεν έχει να φάει’’.

-Μα παιδάκι μου, του λέω, το είπε καθαρά, θα δώσει σε όλους τους Έλληνες γάι φάι.

-Γα..αει είπε  μάνα, ξύπνα, μου λέει ανταριασμένος ο Μήτσος. Μας γα.άει, που να f@ck his mother …..κάπως έτσι το είπε Αγγέλω μου, δεν άκουσα καλά γιατί είχε παράσιτα η γραμμή.

-Μη πιστεύεις θεία , της λέω, ότι ακούς, γιατί και γω κάποτε έτσι την έπαθα. Κάμποσα χρόνια πριν, ένας άλλος πολυχρονεμένος (κυριολεκτικά) αφέντης, μας είχε τάξει φθηνά αυτοκίνητα, κι ακόμη τα περιμένω.

 

-Εγώ είδα τα μάτια του Αγγέλω μου, όταν τα έλεγε αυτά, είχαν μια γλύκα….Κ αι τα χέρια του, πως τα πήγαινε πατ από δω, πατ από κει, πατ, πατ ,πατ….Μου θύμισε το σχωρεμένο τον θείο σου, τον Γιώργη. Όταν ήθελε να με κουτουπώσει , έτσι έλαμπαν τα μάτια του. Κι εγώ, ήμανε τότε κοπελούδα δροσερή, του έκανα την δύσκολη. Κι ο Γιώργης άπλωνε τα χέρια του, πατ από δω , πατ από κει και με κατάφερνε. Αχ! Περασμένες εποχές…..Και τώρα καλά είναι δεν λέω, μπορεί να μου έκοψαν το επίδομα για τα οκτώ παιδιά, αλλά  θα δώσουν λέει το επίδομα θέρμανσης. Ο γείτονάς μου, ο Λιάκος, μου έκοψε ξύλα και τα στοίβαξε, αλλά εγώ περιμένω να έλθει ο άλλος αφέντης, αυτός που μοιάζει με σκουντέρα, έτσι όπως είναι με τα λοξά του τα ματάκια, το κουρεμένο μαλλί, που κοιτά πότε από δω, πότε από κει, ποτέ κατάματα. Περιμένω να τα ελέγξει, αν είναι εντάξει, να μου δώσει το επίδομα και τότε ν΄ανάψω την στιά, μιας και έπιασε το κρύο.

-Δεν νομίζω θειά, της λέω ότι θα έρθει κανείς αυτού εκεί πάνω για να ελέγξει τα ξύλα, εδώ δεν μπορούν να ελέγξουν δυο γαϊδουριών άχυρα.

-Ένα άλλο που με ανησυχεί είναι μην μου βάλλει φόρο στο κοτέτσι και την αποθήκη, αυτά που έφτιαξε με τα χέρια του ο σχωρεμένος ο Γιώργης μου, μετά την Κατοχή. Επειδή οι Γερμανοί είχαν κάψει το χωριό μας, μάς έδωσαν αποζημίωση για να χτίσουμε πάλι τα σπιτικά μας. Η αποζημίωση ήταν μερικά ξύλα, που οι ίδιοι εμείς κόψαμε από το δάσος μας και μ΄αυτά φτιάξαμε αυτά τα καλύβια που μένουμε. Από τις λατσούδες που περίσσεψαν  και από μερικά τσίγκια που βρήκε πεταμένα ο Γιώργης μου, έφτιαξε το κοτέτσι και την αποθήκη. Για τους χωριανούς που σκότωσαν οι Γερμανοί, δεν πήρε κανείς αποζημίωση και τώρα φοβάμαι μην μας γυρέψουν φόρο και για τους σκοτωμένους.

-Υπερβολές θεία, της λέω. Αλίμονο αν ζητήσουν να πληρώσουμε φόρο και γι αυτούς που σκότωσαν οι Γερμανοί. Τότε δεν θα βγούμε από το μνημόνιο την Άνοιξη, όπως λένε, αλλά θα μας πάρει το Καλοκαίρι , με τις ζέστες.

-Κι όμως Αγγέλω μου, εδώ ο δήμαρχός μας,  απ΄αυτό το κουτσοχώρι, ζητά φόρο για τους νεκρούς μας .Έκοψε ταρίφα και παίρνει ένα πεντάευρο κάθε χρόνο από κάθε συγγενή που έχει νεκρό. Όπως ξέρεις το νεκροταφείο το έφτιαξαν μόνοι τους οι χωριανοί μας. Τους νεκρούς μας μόνοι μας τους θάβουμε, μόνοι μας καθαρίζουμε τους τάφους από τα αγριόχορτα, μόνοι μας ανάβουμε τα καντήλια. Ο θειός σου ο Γιώργης, πολέμησε για να μην στεριώσουν στο χωριό μας οι Γερμανοί. Έπειτα αγωνίστηκε όλη του την ζωή για να θρέψει την φαμελιά του. Μόνοι μας όλοι οι χωριανοί φτιάξαμε δεξαμενή για να πίνουμε το νερό που έρχεται από τα βουνά, και τώρα ο δήμαρχος απειλεί ότι θα μας κόψει το νερό, αν δεν πληρώσουμε το νεκροχάρατσο. Δηλαδή τι θα κάνει; Θ΄ απαγορεύσει στον θεό να κατουράει; Φοβάμαι ότι αν δεν πληρώσουμε τον φόρο, ένα πεντάευρο εγώ και από ένα πεντάευρο κάθε παιδί, θα μου ξεχώσει τον Γιώργη μου. Τα ταλαιπωρημένα κοκαλάκια του ούτε τώρα δεν μπορούν να βρουν ανάπαψη. Όπως την έπαθαν οι Παργινοί, που πήραν τα κόκαλα των αποθαμένων τους και έφυγαν, όταν οι Άγγλοι πούλησαν την Πάργα στους Τουκαλβανούς.

-Μην στενοχωριέσαι θεία, της λέω. Σε λίγο θα τους κυνηγάνε  οι νεκροί και οι ζωντανοί, μαζί αντάμα, και να ξέρεις ότι οι νεκροί έχουν περισσότερη δύναμη. Ότι πούλησαν θα το πάρουμε πάλι πίσω, μόνο έτσι θα βρούν ανάπαυση τα κόκαλα των νεκρών μας.