Στην Ελλάδα δεν αναπτύχθηκαν σχεδόν ποτέ συγκρούσεις ιδεολογικές ή ταξικές στο εσωτερικό της κοινωνίας. Δεν αναζητήθηκαν ποτέ ισορροπίες μεταξύ κοινωνικών τάξεων επειδή στην πραγματικότητα κοινωνικές τάξεις -όχι με οικονομικά κριτήρια- ποτέ δεν διαμορφώθηκαν. Πριν ακόμα κι από τη σύσταση του ελληνικού κράτους είχαν επικρατήσει σχέσεις προστασίας-υποταγής που κληροδοτήθηκαν στη μελλοντική πολιτική ζωή.
Η εκκλησιαστική ηγεσία, οι προύχοντες, οι ένοπλοι αγωνιστές στη μία μεριά και ο λαός από την άλλη, συνδέθηκαν μεταξύ τους με ισχυρούς εξωθεσμικούς δεσμούς παρέχοντας σίγουρα μονοπάτια στο ασαφές πεδίο του νεοσύστατου κρατιδίου, μέσα στο οποίο οι μεν επιζητούσαν την κατάληψη της εξουσίας, ο δε λαός, από τα φτωχότερα μέχρι τα πλουσιότερα στρώματα, την ατομική του πρόοδο. Αυτές οι δομές διαπότισαν με το πατριαρχικό τους μοντέλο προστασίας-υποταγής όλες τις μελλοντικές κοινωνικές προκλήσεις και φυσικά την ίδια την πολιτική, ώστε τελικά οι πολιτικοί έλαβαν τη θέση του προστάτη που παρέχει λύσεις στα ατομικά προβλήματα του ψηφοφόρου και ο λαός τη θέση του υποτακτικού που εκχωρεί τη ψήφο του, άρα και την ελεύθερη συνείδησή του.
Σε αυτή τη σχέση το κράτος, αυτό δηλαδή που θα έπρεπε να είναι εγγυητής και ρυθμιστής του κοινού καλού, είναι κάτι ξένο και για τον πολιτικό και για το λαό, ένα αντικείμενο εκμετάλλευσης, ένα μέσο εκπλήρωσης κάθε επιθυμίας που επειδή μέχρι πρότινος ικανοποιούσε κάθε ανάγκη, έλαβε στο εθνικό φαντασιακό την εικόνα του παντοδύναμου, του αθάνατου, αυτού που μπορεί, αρκεί να θέλει. Η πολιτική ηγεσία ποτέ δεν υπήρξε διοικητής του κράτους, ποτέ δεν το ρύθμισε για το κοινό καλό, αλλά αντίθετα υπήρξε ο σχεδιαστής της μεταμόρφωσής του σε εργαλείο εξυπηρέτησης των δικών της αναγκών.
Κάθε παράπτωμα εναντίον του κράτους μπορούσε να συγχωρεθεί, κάθε επιθυμία να δικαιολογηθεί, όμως κάθε απώλεια ενός προνομίου, από αυτά που είχαν χαρακτηριστεί και κεκτημένα -λες και επρόκειτο για την νίκη επί ενός προαιώνιου εχθρού- πυροδοτούσε έντονα ΄και οργισμένα αντανακλαστικά, που διογκώνονταν από το λαϊκισμό των εφημερίδων και των τηλεοράσεων και αναζητούσαν την τελική τους δικαίωση στα μπαλκόνια των πολιτικών.
Δεν ήταν μόνο η γλώσσα, ο κοινός τόπος, οι θρησκείες και οι ψυχικοί δεσμοί μεταξύ των ανθρώπων οι μόνες αιτίες που γεννήθηκαν τα κράτη. Οι θεσμοί μεταξύ του κράτους και του λαού ήταν αυτοί που άρχισαν να συνδέουν τον πολίτη με την κρατική εξουσία. Η απονομή δικαιοσύνης, η εξωτερική ή εσωτερική ασφάλεια, η κοινωνική πρόνοια αργότερα, αποτέλεσαν αιτίες ψυχικής σύνδεσης των πολιτών στα κράτη. Η υποβάθμιση αυτών των θεσμών στην Ελλάδα, άρα και η αποξένωση του κράτους από το λαό, προέκυψε από την ύπαρξη παράπλευρων λύσεων που ικανοποιούσαν τα ζητούμενα.
Η Ελλάδα, ως εθνική ενότητα συνολικά κι όχι μόνο σαν λειτουργία κράτους, καλείται να κατανοήσει τον εαυτό της και να έρθει σε ρήξη με το υφιστάμενο θεσμικό καθεστώς. Οφείλει να εκτρέψει μια πορεία αιώνων αλλάζοντας εθνικούς στόχους, θεσμούς και λειτουργίες
Τίποτα δεν εξασφαλίζει τη συνέχιση της παρουσίας ενός έθνους, ενός κράτους ή ενός πολιτισμού στο διηνεκές, τουναντίον πολλά φαίνεται να την αποτρέπουν. Ούτε οι μύθοι, των οποίων η εκπλήρωση αναμένεται επί αιώνες, θα δικαιώσουν δήθεν κατατρεγμένους, ούτε οι μεταφυσικές δοξασίες για αόρατους εχθρούς θα ανατρέψουν αντικειμενικές σχέσεις αιτίου – αιτιατού, ώστε να γίνονται ξανά και ξανά τα ίδια λάθη, αλλά με ευχάριστο πλέον αποτέλεσμα. Το μόνο που έμενε και θα μένει ως απόσταγμα σε τέτοιες διαδρομές είναι εθνικιστικές διέξοδοι και αναφορές σε ένα μακρινό παρελθόν δόξας, το οποίο επειδή πλέον δεν κατανοούμε, θα αναπληρώνει μόνο σε ψυχολογικό επίπεδο μία πολιτιστική άρα και πολιτική ή κοινωνική καχεξία.