ΠΩΣ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΟΙΚΟΔΟΜΗΘΗ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΔΙΚΑΙΟΥ

Γράφει ὁ Γιῶργος Νικολακάκος

 

Στήν σύγχρονη ἐποχή τήν συνταγή γιά τήν οίκοδόμησιν τῆς ὀρθῆς πολιτεῖας τήν ἔχουν προμηθέυσει οί ἰδεολογίες καί κυρίως ὁ Μαρξισμός, ὁ Σοσιαλισμός, ὁ Συντηρητισμός καί ὁ Φιλελευθερισμός. Ο Φιλελευθερισμός, ὁ Σοσιαλισμός καί ὁ Συντηρητισμός ἔχουν ἔνα κοινό χαρακτηρηστικό: Ἡ ὀρθή Πολιτεῖα ἔχει σάν θεμέλιο τήν Δημοκρατία. Ὅλλες, ὅμως ἔχουν ἕνα ἄλλο κοινό χαρακτηρηστικό τό ὀποῖον εἶναι ἡ νομοτέλεια. Δηλαδή πιστεύουν ὄτι ἐάν ἡ πορεῖα της κοινωνίας στριμωχῆ σε ένα μοναδικό αυλάκι με προκαθορισμένες ἐκβολές,
θά προκύψει αύτομάτως ἡ ορθή πολιτεῖα. Παρά τά ὄποια κοινά χαρακτηρηστικά πού μπορεῖ νά ἔχουν, ἀσπάζονται πολλές διαφορετικές ἀρετές καί ἀξίες. Με το «Περί ελευθερίας» ο Μιλλ προτάσσει τό αἴτημα τῆς προσωπικῆς ἐλευθερίας καί τῆς ἀτομικῆς τελειώσεως ὑπογραμμίζει τήν ἀναγκαιότητα ύπάρξεως ἐνός minimum πεδίου ἐντός τοῦ ὀποίου εἶναι δυνατόν να ασκηθῆ ἡ ελευθερία τοῦ ἀτόμου. Η ελεύθέρα ἐκδίπλωσις τῆς ἀτομικότητας ἀποτελεῖ ἀναντικατάστατο στοιχεῖο τοῦ τελειοκρατικοῦ του συστήματος. Πέρα από κάθε εξωτερική
παρέμβασις χειραγωγήσεως, τό ἄτομο θα καταφέρη νά άνέλθη στό ὑψηλότερο σκαλοπάτι τῆς ἀτομικῆς του άναπτύξεως. Μόνο τότε, πού ἀδέσμευτο ἀπό τήν ἀνασταλτική ἐπίδρασιν τῶν κοινωνικῶν ἡθῶν καί τῆς πολιτικῆς προπαγάνδας, θα καταφέρη νά πλησιάσει πιό κοντά στήν τελειότητα πού ἡ φύσις του προστάζει. Η ἀτομική τελείωσις καθρεπτίζεται στήν κοινωνία, τῆς ὀποῖας τό ἄτομο εῖναι ζωντανό κύτταρο. Όσο πιό ἀνεπτυγμένη εῖναι ἡ ἀτομικότητά του, τόσο πιό πολύτιμο γίνεται το άτομο για τον ἐαυτόν του, καί συνεπῶς πιό πολύτιμο
γιά τούς ἄλλους». Οἰ σοσιαλιστές, οἰ συντηρητικοί ἀλλά καί κάποιοι φιλελεύθεροι δεν ίκανοποιοῦνται ἀπό αύτήν τήν φιλελεύθερη σκέψι καί ἀναζητοῦν τἀ κατάλληλα ἐλιξίρια τά ὀποῖα θα οίκοδομησουν τήν σωστή πολιτεῖα.Σύμφωνα μέ τούς σοσιαλιστές, οί αδικίες θά ἐκλείψουν ὄταν ἐκλείψουν οἱ ἀνισότητες. Τότε θά μπορέσωμε νά οίκοδομήσωμε μιάν δικαία κοινωνία. Ὄμως, πῶς μποροῦν νά εὐδοκιμήσουν τά πρότυπα ποῦ ἐπιθυμοῦν στό έδαφος του δημοκρατικού πολιτεύματος δίχως δικαιοσύνη. Φυσικά, θά ἀπαντήση κανεῖς, καί δέν
μπορεῖ δίχως δικαιοσύνη. Πῶς ὄμως θά ὑπάρξει δικαιοσύνη;

Αναγκαῖο συστατικό στοιχεῖο τῆς δημοκρατίας εἶναι ἡ ἐλευθερία. Από τήν ἐλευθερία δράσεως τῶν ἀτόμων μπορεί νά προκληθοῦν ἀνατροπές καί στρεβλώσεις τῶν ἀρχῶν τοῦ δικαίου καί ἐαν δέν κινηθῆ ἔγκαιρα οἰ στρεβλώσεις θά προκαλέσουν ἀνατροπη τῆς ἔννόμου τάξεως. Συνήθως, ὄμως ὁ ἄνθρωπος δέν κινητοποιεῖται ἔγκαιρα καί πρίν ἀπό τά όρατά ἀποτελέσματα, ἐπειδή δέν ἔχει ὄραμα καί ἔμπνευσιν. Τά ὀράματα γιά τούς πολλούς εἶναι τελείως ἀσαφή ἥ τόσο στενά συνδεδεμένα με τήν ἐπιθυμία τῆς ὑλικῆς ευημερίας που, όταν αυτή
ἐκπληρωθῆ, ὁ ἄνθρωπος μένει κενός ἀπό ὄραμα καί ἔμπνευσιν ζωῆς. Πρέπει νά γίνη κατανοητό ὄτι οἰ ἔννοιες δέν εἶναι μιά θεωρητική κατασκευή πού μᾶς ἐξυπηρετεῖ ἐργαλειακά στίς ἐπιδιώξεις μας παρέχοντας ἠθικιστικές δικαιολογίες. Εξάλλου καμμία θεωρία δέν εῖναι ἔγκυρη, ἀν δέν εῖναι ἐξελικτικό μέρος τῆς ζωῆς. Τονίζεται το «εξελικτικό», γιατί ὑπάρχει καί τό ἀντίθετο πού ὄμως καταστρέφει τήν ζωή, ὄπως π.χ. ἡ ἐξουσία ὡς ίδιοτελής ἐπιβολή ἰσχύος (που δεν είναι αληθινή διακυβέρνησις) καταστρέφει τήν κοινωνικήν καί
ἀτομικήν ζωή, ἀν καί ἀποτελή μιά ζωικότητα ὡς μέρος τῆς ζωῆς, ἕνα ζωώδες χαρακτηριστικό πού ναί μεν συναντᾶμε στήν φύσιν καί ἐπομένως ἀποτελεῖ μέρος τῆς ζωῆς, τοῦ ὀποίου ὄμως ἡ κυριαρχία πρέπει να παρέλθη. Αὐτό τό ὄραμα καί ἡ ἔμπνευσις ὑπάρχει στό φυσικό δίκαιο. Τό πῶς θἀ ἐρμηνευθῆ αὐτό ἡ τό ἀν κάποιος ἀναλάβη αὐθαίρετα τήν ἐκπροσώπησιν του εἶναι ζήτημα που πρέπει να ἀντιμετωπιστῆ ἀπό τήν αύτοεγκαινιαζόμενη ὑπευθυνότητα καί ἐτοιμότητα τῶν ἀνθρώπων καί τῆς κοινωνίας τους. Το σίγουρο εἶναι ὄτι σε κάθε
περίπτωσιν ἀδράνειας, άρνήσεως καί ἀνικανότητας για κατανόησιν ἐμφιλοχωρεῖ ἡ κατάχρησις δυνάμεως.
Τό αἴτημα τῆς δικαιοσύνης προέβαλλε μέ τόν πιό ἐπιτακτικό τρόπο ὁ Πλάτων. Αλλά καί εῖχε συλλάβει τό αἴτημα στίς πιό δραματικές του διαστάσεις. Δέν ὑπῆρξε ούτοπιστής ή ὑπερβολικός πού εῖχε ἀναγορεύσει τήν δικαιοσύνη σέ πρώτη ἀρχή τῆς πολιτικῆς ζωῆς. Καμία πολιτική πράξις δέν φθάνει νά ὀδηγήση στήν συστηματική ἐποπτεῖα τοῦ πολιτικοῦ βίου ἐάν στήν κοινωνία δέν ἰσχύει μιά θεμελιακή ἀρχή, καί αὐτή εἶναι ή ἀρχή τής δικαιοσύνης. Γιά τόν Πλάτωνα, ή θεμελιακή ἀρετή τῆς πολιτεῖας εἶναι ή κυριαρχία τοῦ
ἀντικειμενικοῦ λόγου, ή πειθαρχία τοῦ ἀτομικοῦ στοιχείου κάτω ἀπό τό κλασσικό μέτρο καί τόν νόμο τού συνόλου.Βέβαια ή σύνθληψις τοῦ ἀτομικοῦ στοιχείου κάτω ἀπό τήν αντικειμενικότητα τοῦ συνόλου ἀποτελεῖ ἐλάττωμα γιά τήν ἔννοια τῆς δικαιοσύνης, ἀποτελεῖ μιάν αντινομία.

Ο Πλάτων, καθῶς καί ολόκληρη ἡ ἑλληνική φιλοσοφική σκέψις, ἠσχολήθη ἐντατικά γιά νά ἄρη αὐτήν τήν αντινομία. Διά αὐτό ή μελέτη τῆς ἑλληνικῆς σκέψεως προσφέρεται περισσότερο γιά τόν προσδιορισμό τῆς ἀρχῆς
δικαιοσύνης.Η ἔνθερμη σύστασις τοῦ Μεγάλου Βασιλείου πρός τούς νέους ὄτι «έξ Ελληνικών ωφελοιντο λόγων» ἔχει καί σήμεραι μεγίστη ἀξία καί κῦρος. Ιδιαίτερα σέ αυτό τό θέμα, ή μελέτη τῶν ἀρχαίων ἔχει νά μᾶς προσφέρη πολύτιμες γνώσεις. Η δικαιοσύνη εἶναι ὁ κεντρικός πυρῆνας τῆς Πολιτεῖας τοῦ Πλάτωνος: στούς «Νόμους» ή δικαιοσύνη εἶνα σχεδόν τό αποκλειστικό θέμα. Καί ἐκεῖ εἶναι πού ὁ Πλάτων ἀσχολεῖται μέ τό πρακτικό πρόβλημα τῆς δικαιοσύνης. Θά πρέπει νά σημειωθῆ ὄτι γιά τόν Πλάτωνα ἡ λέξις πολιτεῖα δέν
σημαίνει κράτος, ἀλλά κάτι ανάλογο μέ τὀ σημερινό σύνταγμα στήν οὐσιαστική του ἔννοια..

Δέν συνιστᾶ κανεῖς νά δώσωμε στήν δικαιοσύνη τούς ίδιους συγκεκριμένους καθορισμούς πού ἔδωσε ὁ Πλάτων ἀλλά νά ορίσωμε τήν δικαιοσύνη σάν θετικό περιέχομενο τῆς πολιτεῖας. Επειδή οὗτε κατά προσέγγισιν δέν ἔχομε κυβερνῆτες σάν αὐτούς πού ἤθελε ὁ Πλάτων, τό γραπτό δίκαιον εἶναι ἀναγκαῖον, αλλά γιά νά ἀνταποκριθῆ στήν αεἰκίνητη καί διαφορετική σέ κάθε της ἔκφανσι πραγματικότητα καί γιά νά αἴρωνται οί ἀντινομίες πού ἐκάστοτε ἐμφανίζονται στήν νομική ζωή, ἡ νομική μας ὀργάνωσις θά πρέπη νά διέπεται ἀπό αρχές
δικαίου. Τό γραπτό δίκαιον θά πρέπη νά ανταποκρίνεται στήν ἀντικειμενική ἀρχή τῆς δικαιοσύνης. Η ἀνάγκη ἀναχαιτήσεως τῶν παρεκλίσεων ἀπό τίς αρχές τίς δικαιοσύνης καί ή ἄρσις τῶν ἀντινομιῶν, ἔχουν ἀπασχολήσει πολύ τήν σύγχρονη νομική σκέψι. Σήμερα ή νομική ἐπιστήμη ἔχει δημιουργήσει τήν ἔννοια τοῦ κράτους δικαίου καί τήν έχει ἐφαρμόσει με ἐπιτυχία σέ πολλές χῶρες.

Ὅλες οἰ κοινωνίες λειτουργοῦν βάσει ἕνός νομικοῦ συστήματος. Γιά νά ἐξασφαλιστῆ ἡ εὔρυθμη λειτούργία τῆς κοινωνίας, ἡ Πολιτεῖα ὑποχρεοῦται νά θεσπίση νόμους καί κανόνες ἀπό τούς ὀποίους θά πρέπη νά διέπωνται οἱ σχέσεις κράτους καί μελῶν τῆς κοινότητος ἀλλά καί οἰ ματαξῦ τῶν μελῶν σχέσεις. Τί ὄμως θά πρέπη νά ἐκφράζη ὁ νόμος; Σύμφωνα μέ τήν Σοσιαλιστική αντίληψιν «ό νόμος εκφράζει πάντοτε ὡρισμένον πολιτικόν καί ίδεολογικόν συσχετισμόν δυνάμεων καί ὥρισμένη ιδεολογία σέ βάρος εκείνης πού εκφράζεται μέσα
από τα παραδοσιακά ήθη. Η ιδεολογική αυτή λειτουργία τού νόμου αποβλέπει στό νά εμφυσήση στά ἄτομα νέα πρότυπα συμπεριφορᾶς, νά τά καθοδηγήση στόν σχηματισμο κάποιας ἄλλης κοινωνικῆς συνειδήσεως. ¨Ομως, μία αντικειμενική έξέτασις τῆς ἐξελίξεως τοῦ δικαίου στήν νεωτέρα Ελλάδα θά καταλήξη στήν διαπίστωσιν ὄτι τό δίκαιον καθόλου δέν λειτούργησε σάν ιδεολογικός μηχανισμός. Δηλαδή, τό δίκαιον πού ἐπεβλήθη ἀπό τούς φορεῖς τῆς ἐξουσίας δέν μποροῦσε νά εκπληρώση ἰδεολογική λειτουργία διότι δέν κατώρθωσε νά ἐνσταλάξη
στά μέλη τῆς κοινωνίας τίς οποιεσδήποτε παραστάσεις. ἑξέφραζε μόνον τίς ίδέες καί ἀντιλήψεις τῆς πολιτικῆς ἠγεσίας. Μπορεί νά εξέφραζε τήν ιδεολογία κάποιας τάξεως καί νά εξυπηρετούσε τά συμφέροντα της, αλλά δέν κατόρθωσε νά προωθήση νέες ιδέες καί να σχηματίση κάποιαν άλλη κοινωνική συνείδησιν.Καί αὐτό δέν ὡφείλεται στό γεγονός ότι οί άλλοι θεσμοί προέβαλλαν ιδέες διαμετρικά ἀντίθετες ἀπό ἐκεῖνες πού εἶχαν ἀποτυπωθῆ στούς νόμους ὧστε ἡ λειτουργία του νά ἐξουδετερώνεται ἀπό τήν λειτουργία ἄλλων
«ἰδεολογικῶν μηχανισμῶν». Ἄλλωστε θά ἀποτελοῦσε λογική ἀντίφασιν ό ἱσχυρισμός ὄτι σέ μιά κοινωνία χρησιμοποιοῦνται ἰδεολογικοί μηχανισμοί πού ἀποσκοποῦν στό νά διαμορφώσουν διαφορετικά πρότυπα συμπεριφορᾶς. Μάλλον ή εξήγησις ἔγκειται στό γεγονός ὄτι οί νόμοι ἤρθαν σέ σύγκρουσι μέ τίς ἰδέες πού ἐξέφραζοντο μέσα ἀπό τήν παράδοσιν, τίς ροπές, τό πνεῦμα καί τού χαρακτῆρα του λαοῦ.

Ὄλες οί τάξεις τῶν Ἑλλήνων τῆς Ἑπαναστατικῆς καί Μεταεπαναστατικῆς περιόδου ἔδειξαν μέ τήν σκέψι, τήν δράσι καί τίς πράξεις τους ὄτι ἤταν φορεῖς τῆς ἰστορικῆς παραδόσεως τοῦ ἔθνους καί τῶν προοεδευτικῶν Εὐρωπαϊκῶν ἰδεῶν.Τό δημοκρατικό πνεῦμα τῶν Ελλήνων καί ὁ κοινωνικός του προσανατολισμός βρῆκαν τήν έκφρασι τους σέ πληθῶρα νομικῶν διατάξεων ἐκείνη τήν ἐποχή. Διατάξεις γιά τήν κατάργησιν τῆς δουλεῖας καί τήν καθιέρωσιν τῆς ἀρχῆς τῆς λαϊκής κυριαρχίας, τήν διάκρισιν τῶν ἐξουσιῶν, τήν ἄμεσην,
μυστικήν καί καθολικήν σχεδόν ψηφοφορία, καί πολλές ἄλλες δείχνουν μέ γλαφυρό τρόπον τόν προσανατολισμόν τῶν Ἑλλήνων. Εάν ὄλες οί νομοθετικές ρυθμίσεις δέν λειτουργοῦσαν σύμφωνα μέ τό πνεῦμα πού περιέκλειαν, ὀφείλεται στήν αδυναμία τοῦ Ὄθωνος νά ἀπαλλαγῆ ἀπό τήν ἀπολυταρχική νοοτροπία του, ή ὀποῖα ὑπῆρξε ή αἰτία πολλῶν διαδηλώσεων, αἰματηρῶν ἐξεγέρσεων καί ἐπαναστάσεων πού ὀδήγησε στήν ἔξωσιν τοῦ Οθωνος, στήν ξένη ἐπέμβασι, ὄπως τοῦ Mauer πού είσήγαγε στήν Ελλάδα τό δίκαιον τῶν Πανδεκτῶν ἥ τοῦ Ρωμαϊκοῦ
Δικαίου ὄπως εἶχε διαμορφωθῆ στήν Γερμανία καί στίς πολιτικές κρίσεις πού εἶχαν σάν ἀπότελεσμα πολλές παλινοδρομήσεις στούς πολιτειακούς θεσμούς. Ο Mauer ἤθελε νά φετιχοποίση τήν παράδοσιν κατά τρόπον τέτοιον πού νά ἐξουδετερώνεται ἡ δυνατότητα τοῦ δικαίου νά ἐπηρεάση τήν κοινωνικήν ἐξέλιξιν . Μολαταύτα, τό Ρωμαϊκο δίκαιον δέν μπόρεσε νά επηρεάση τόν νομικό ἰδεολογικό προσανατολισμό τοῦ ἐλληνικοῦ λαοῦ ὄπως ἐξεφράσθη στήν Συνέλευσιν τῆς Τριζήνας καί νά ἐξοστρακίση τά αὐτόχθονα πολιτιστικά στοιχεῖα. Τό
Δίκαιον τῶν Πανδεκτῶν δέν ὑπῆρξε ἐκδήλωσις τῆς Ἑλληνικῆς κοινωνικῆς πραγματικότητος καί δέν ἐξέφρασε τίς ἰδιομορφίες τῆς Ελληνικῆς κοινότητος. Ο νομικός θετικισμός ἐπεβλήθη εκ τῶν ἔξω γιατί ὁ ἐξουσιαστικός χαρακτῆρας τοῦ θετικοῦ δικαίου ἐξυπηρετοῦσε καλύτερα τά συμφέροντα τῆς Μοναρχίας τῶν ξένων δυνάμεων καί κανόνων πού εἶχαν ταυτίσει τά συμφεροντα τους μέ τήν Μοναρχία.

Η αναζήτησις τής έννοιας τού κράτους δικαίου ὑπῆρξε ἔμμονη προσπάθεια πολλῶν ἀρχαίων φιλοσόφων. Γιά τούς ἀρχαίους, ἀλλά καί γιά πολλούς σύγχρονους φιλοσοφόφους, ἡ δικαιοσύνη εῖναι ή ἄρτια ἠθική συγκρότησις τοῦ ἀνθρώπου καί αὐτήν τήν ἔννοια θά έπρεπε νά ὑπηρετοῦμε πρῶτα. Η μή ὕπαρξις δικαίου εῖναι ή ἀδυναμία γιά τελεσφόρησιν τῆς ἠθικῆς πολιτικῆς. Η ύπαρξις κράτους δικαίου εἶναι τό στοιχεῖο πού ὑποκειμενικά ἀνταπόκρινεται στήν αντικειμενικη ἀρχή τῆς δικαιοσύνης. Μόνον αὐτοί πού ὑπηρετοῦν τήν δικαιοσύνη
δύνανται νά ἔχουν σταθερά κριτήρια τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί μποροῦν νά μένουν ἐλεύθεροι ἀπό ὑποκειμενικά κίνητρα καί ἄλογες διαθέσεις, Ο πολιτικός ὑπόκειται σέ πειρασμό καί τίς περισσότερες φορές κινεῖται ἀπό πολιτική σκοπιμότητα καί, ἀκόμα, ἀπό ταπεινά ἐλατήρια. Τό γραπτό δίκαιον δέν μπορεί νά ανταποκριθῆ στήν αεἰκίνητη καί διαφορετική σέ κάθε της
ἔκφανσι πραγματικότητα ὧστε νά τήν ρυθμίζη μέ τρόπον τέλειον κάθε φορά. Απεναντίας, τό γραπτό δίκαιον, ἀντί νά ρυθμίζη, ρυθμίζεται ἀπό τίς εκάστοτε πολιτικές συγκυρίες, καί αυτό συμβαίνει σήμερα στήν Ἑλλάδα. Αντί νά ρημουλκή τήν πολιτική, ρημουλκεῖται ἀπό αὐτήν καί τάσσεται στήν ἐξυπηρέτησι πολιτικῶν σκοπῶν, τῶν ἀλόγων διαθέσεων τῆς πολιτικῆς. Αντί νά διαμορφώνη τήν συμπεριφορά τής πολιτικῆς, διαμορφώνεται ἀπό αὐτήν καί σύμφωνα μέ τίς διαθέσεις της.Αλλά ὄταν ἔχουν καθιερωθῆ ἀρχές δικαίου, κριτήρια σταθερά μέ
τά οποία θά ἀξιολογοῦνται οί νόμοι καί τά πλαίσια μέσα στά οποῖα θά εῖναι ὑποχρεωμένος να κινῆται ό νομοθέτης, τότε οί ταγοί τῆς δικαιοσύνης θά μποροῦν νά προσαρμόζουν τήν δράσι πολιτῶν καί κυβερνώντων στήν καθολική τάξι τῆς πολιτεῖας. Ἡ ἀπειρομορφία τῆς πολιτικῆς καί κοινωνικῆς ζωῆς θά ρυθμίζεται μέ βάσιν τίς ἀπαιτήσεις αὐτῆς τῆς καθολικῆς τάξεως.

Τό Ελληνικό Δίκαιον ἀντανακλᾶ πολύ λίγα από τά χαρακτηρηστικά τῆς κοινωνίας τήν ὀποῖαν ὑπηρετεῖ. Δεύτερον, τό δίκαιον χρησιμεύει στό νά καλύπτη τήν αυθαιρεσία τού ἐκάστοτε νομοθέτου ἥ τῶν προσώπων πού ἀσκοῦν τήν εξουσία καί ὄταν παραστῆ ἀνάγκη, τό θετικό δίκαιον πού ἰσχυσε καί ἐξακολουθεῖ νά ἰσχύη στήν Ἑλλάδα δέν θά μπορέση νά ἐκπληρώση αὐτήν τήν αποστολή. Δέον νά τονισθῆ ὄτι αὐτή ή ανάγκη νά μήν ἀνακύψη σέ κάποιες ἀπό τίς κοινωνίες ἐνῶ σέ άλλες ἀνακύπτει συχνά. Στήν Ελλάδα ό νομοθέτης ἔχει ἐνεργήσει
αὐθαίρετα πολύ συχνά καί ἔχει θεσπίσει νόμους πού ἔχουν προκαλέσει τό περί δικαίου αἴσθημα τοῦ λαοῦ.¨Η ἀποστολή τοῦ δικαίου δέν θἀ πρέπη νά εκφράζη τήν βούλησιν τού νομοθέτου , ἀλλά θά πρέπη νά ἐναρμονίζεται μέ τήν λαϊκή νομική συνείδησιν καί νά συμβάλλη στήν προαγωγή καί τήν ἐδραίωσιν τῶν πολιτικών θεσμῶν κάτω από τούς οποίους ή πολιτική κοινότητα ἐπιθυμεῖ νά ζήση. Συνεπῶς, οί ἀναζητήσεις θά πρέπη νά συνεχίζωνται έως ὄτου φθάσωμε στό σημεῖο πού τό δίκαιον θά ἐκφράζη τίς αντιλήψεις, τίς αξίες καί τίς τάσεις
πού αποδίδουν τόν χαρακτήρα καί τήν συνείδησιν τῶν μελῶν τῆς κοινωνίας,