Το παραμυθάκι του success story οδηγείται στο μη αίσιο τέλος του. Όχι του ιδίου του παραμυθιού, το οποίο μάλλον θα μείνει ανοικτό σε κάθε πιθανή εξέλιξη, αλλά των παραμυθάδων που το επινόησαν και, ως άλλες Πηνελόπες, ολημερίς το ύφαιναν και το βράδυ το ξηλώναν. Ε, λοιπόν, λυπάμαι που θα στενοχωρήσω αυτούς τους ξεδιάντροπα σωτηριώδεις κυρίους, αλλά GAME OVER! Έλλειψις χρημάτων, στάσις εμπορίου – ακόμα και του εμπορίου ψήφων, αν όχι πρωτίστως αυτού!
Είχαν μια ευκαιρία να υπερβούν εαυτούς. Θεωρητική ευκαιρία, βέβαια, διότι ουδείς νουνεχής άνθρωπος πιστεύει σε θεωρίες «προσωπικών υπερβάσεων». Η υπέρβαση, ακόμα και κατά τους ιδεαλιστές, προϋποθέτει συνείδηση. Οι συγκεκριμένοι δεν γνωρίζουν καν το νόημα της λέξης. Όπως δεν γνωρίζουν το νόημα πολλών άλλων λέξεων – ιδίως αυτών που χρησιμοποιούσαν συνέχεια μέχρι πρότινος από το «μπαλκόνι». Αντί για συνείδηση, στο διαμφισβητούμενο σημείο του ανθρώπινου σώματος όπου φέρεται να κατοικοεδρεύει ο ψυχικός κόσμος του ανθρώπου, αυτοί έχουν κάτι που στη φαντασία μου φέρνει προς καμένο καρμπυρατέρ. Έφαγε, έφαγε, έφαγε! Έκαψε, έκαψε, έκαψε! Στο τέλος κάηκε και το ίδιο μες στις αναθυμιάσεις και τις υψηλές θερμοκρασίες των δικών του καύσεων.
Περιμένουν να «εισπράξουν». Από ποιους; Όχι φυσικά από τους «έχοντες», αλλά από εκείνους που τεκμαίρουν στα κατάπτυστα νομοθετήματά τους ως «έχοντες». Από τη γιαγιά, που της κόψαν 30 ευρώ από τη σύνταξη για να σωθεί η πατρίς. Η πατρίς που δαπανά ασύστολα, και μέχρι σήμερα αγόγγυστα, για την «Αυλή» της. Καθ’ ην στιγμήν μάλιστα δεν έχουν απομείνει στον προαύλιο χώρο όπου οριοθετείται η εν λόγω «Αυλή» ούτε κάγκελα ούτε ρείθρα.
Δύο αλλεπάλληλες πολιτικές κυβερνήσεις μετά το 2009, οπότε έγιναν τα αποκαλυπτήρια του πολιτικού αίσχους που μεθοδικά, συστηματικά, εν κρυπτώ και παραβύστω εξυφαινόταν την προηγούμενη τριακονταετία, επιχείρησαν, σύμφωνα με τις εξαγγελίες τους, να «σώσουν» τη χώρα. Επιστράτευσαν γι’ αυτό, σύμφωνα με τα λεγόμενά τους αλλά και τις διαβεβαιώσεις των «φίλιων» Μέσων», «ό,τι καλύτερο διέθεταν»: την παρέα του Γυμναστηρίου, του Κολλεγίου Αθηνών και του γκολφ της Γλυφάδας, τους παραγνωρισμένους ακτιβιστές που αγωνίζονταν για τη σωτηρία του φαλακροκόρακα του κορμοράνου, τους γόνους της δεύτερης, τρίτης και, σε ορισμένες περιπτώσεις, τέταρτης γενεάς των «ευγενών οικογενειών» που χαντάκωσαν τον τόπο, ορισμένους αιθεροβάμονες καθηγητές, τους γελωτοποιούς της λαθρόβιας τηλοψίας, τα κατακάθια του συνδικαλιστικού καφέ, τους μουστακαλήδες με τις καπνοσύριγγες και τις καπνοσακούλες, τους ευχαριστημένους, τους δυσαρεστημένους, τους μη εκδηλωμένους, τη Σάρα, τη Μάρα και το κακό συναπάντημα! «Ό,τι καλύτερο διέθετε η χώρα»! Εάν σταθείς πάνω από έναν κοπρόλακκο χρειάζεται πολλή φαντασία για να πιστέψεις ότι περιβάλλεσαι από τα εξωτικά αρώματα ενός βοτανικού κήπου! Κι όλοι αυτοί, όλοι αυτοί οι χαβαλέδες, υπήρξαν τόσο συγκινητικά, τόσο θυσιαστικά έτοιμοι ανά πάσα στιγμή «να υπηρετήσουν τη χώρα από όποιο μετερίζι τους ορίσει ο Πρωθυπουργός»!
Οι ίδιοι οι πρωθυπουργοί της περιόδου υπήρξαν αστεία πρόσωπα. Αν έγιναν πρωθυπουργοί, αυτό βασικά οφείλεται στο γεγονός ότι οι υπόλοιποι διεκδικητές του θρόνου …ε, με συγχωρείτε, του αξιώματος ήθελα να πω, ήταν ακόμη πιο αστεία πρόσωπα. Τόσο αστεία, ώστε να τρομάζουν έναν λαό που μόλις είχε αρχίσει να αντιλαμβάνεται ότι «Τέρμα τ’ αστεία!». Ήταν «καλά παιδιά κι από (πολιτικό) σπίτι». Δήλωναν οραματικοί, ασυμβίβαστοι, ρηξικέλευθοι, ανατροπείς. Τελικά, οι πράξεις τους, η αδυναμία τους ή η απροθυμία τους να αλλάξουν οτιδήποτε στο «βαθύ κράτος» των φυσικών ή πολιτικών πατέρων τους, απέδειξαν ότι η μόνη ανατροπή που ήταν σε θέση να προκαλέσουν ήταν αυτή των κυβερνήσεών τους. Καμία άλλη! Και τούτο διότι τους έλειπε το «περίσσευμα καρδίας», αλλά και η νοοτροπία όσων «φυλάγουν Θερμοπύλες» ή, αν θέλετε, των σύγχρονων καμικάζι – η νοοτροπία της «υπέρβασης», η οποία προϋποθέτει και ερείδεται επί της «συνείδησης». Της «συνείδησης» που δεν έχουν, όταν επιχειρούν να πείσουν έναν ολόκληρο λαό, καθώς και τη διεθνή κοινότητα, ότι η πατρίς θα σωθεί μόνον εάν η σύνταξη της γριάς μειωθεί κατά ένα ακόμη εικοσάρικο ή, στην ιδανική περίπτωση, η γριά τα τινάξει και πάψει, μ’ αυτόν τον οδυνηρό τρόπο, να απασχολεί την πατρίδα με την ύπαρξή της…